αντιτιμώ

αντιτιμώ
ἀντιτιμῶ (-άω) (Α)
1. τιμώ κάποιον που με τιμά
2. (-ώμαι) αντιπροτείνω ελαφρότερη ποινή από αυτήν που πρότεινε ο κατήγορος μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”